λαγιαρνί

λαγιαρνί
το
-ιού, το μαύρο αρνί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαγιαρνί — το αρνί με μαύρο τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγιος* + αρνί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”